βυσσινάδα — η ποτό που παρασκευάζεται από βύσσινα: Το καλοκαίρι είναι απολαυστική η κρύα βυσσινάδα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βυσσινάδα — η [βύσσινο] αναψυκτικό, διάλυμα σιροπιού από βύσσινα σε νερό … Dictionary of Greek